100% Βιολογική, Ελληνική, Φρέσκια Γύρη Μελισσών!
Δεν προέρχεται από μονοκαλλιέργεια αλλά από ποικίλη ανθοφορία τουλάχιστον 50 ανοιξιάτικων λουλουδιών!
Η φρέσκια (ή νωπή) γύρη σημαίνει πως ο μελισσοπαραγωγός μόλις την συλλέξει από τα μελίσσια το απόγευμα, την καταψύχει αμέσως σε 100% βαμβακερές σακούλες έτσι ώστε να μην αλλοιωθούν/χαθούν καθόλου τα πολύτιμα θρεπτικά συστατικά της.
Η γύρη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το σπέρμα των φυτών. Δημιουργείται στους ανθήρες των λουλουδιών και αποτελείται από πολύ μικρούς κόκκους, τους γυρεόκοκκους. Περιέχει φυσικές αντιβιοτικές ουσίες, οι οποίες προφυλάσσουν τον οργανισμό.
Οι πολύτιμες, θρεπτικές και ιαματικές ιδιότητες της την αναδεικνύουν σαν αγνή και φυσική τροφή, υψηλής διατροφικής αξίας.
Η γύρη περιέχει πολύ βιταμίνη R, η οποία αυξάνει την αντίσταση των τριχοειδών αγγείων, προστατεύοντας έτσι τον οργανισμό από τις εγκεφαλικές αιμορραγίες. Επίσης, μειώνει τους υψηλούς σφυγμούς της καρδιάς και συμβάλει θετικά σε μεγάλο ποσοστό στην μακροζωία των ανθρώπων που την καταναλώνουν.
Σε ίση ποσότητα γύρης και μοσχαρίσιου κρέατος, η γύρη περιέχει 5 φορές περισσότερα αμινοξέα (ισολευκίνη, λευκίνη και μεθιονίνη) και 6 φορές περισσότερη φαινυλαλανίνη ενώ περιέχει 3 φορές περισσότερη τρυπτοφάνη από το τυρί. Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι καθημερινώς μία κουταλιά γύρη μας καλύπτει τον οργανισμό μας από ωφέλιμα αμινοξέα.
Η γύρη ρυθμίζει την λειτουργία του στομάχου και του πεπτικού συστήματος διότι τα ένζυμα αμυλάση και καταλάση που περιέχει διεγείρουν την έκκριση των στομαχικών υγρών και συμβάλλουν στην ομαλοποίηση των περισταλτικών κινήσεων των εντέρων, το δε αντιβιοτικό που περιέχει η γύρη παρουσιάζουν δράση εναντίον της παθογόνου χλωρίδας του εντέρου.
Χάρη στις πρωτεΐνες (σε ποσοστό ως 40%), στις βιταμίνες (Β1, Β2, Β5, Β6, C, E, A, P, βιοτίνη, φολλικό οξύ κλπ), στα αμινοξέα, στα ένζυμα, στα μέταλλα και στα ιχνοστοιχεία (κάλιο, βάριο, χλώριο, σίδηρο, χαλκό, φώσφορο, ιρίδιο, κάδμιο κλπ) που περιέχει, έχει τονωτική και γενικά διεγερτική δράση στον ανθρώπινο οργανισμό, ενώ επίσης ομαλοποιεί το νευρικό σύστημα.
Η γύρη βοηθάει τον μεταβολισμό και ελέγχει αποτελεσματικά το σωματικό βάρος μας.
Η γύρη επίσης συνδέεται με βελτίωση των δυσλειτουργιών ανικανότητας, με την θεραπεία της στειρότητας, την βοήθεια στις ασθένειες του προστάτη και της σκλήρυνσης κατά πλάκας, αλλά και με την απευαισθητοποίηση από τις αλλεργίες.
Συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα: 35 γραμμάρια γύρης (περίπου 1 κουταλιά της σούπας) καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες μας σε πρωτεΐνες, βιταμίνες, αμινοξέα και μέταλλα. Ωστόσο, η κατανάλωση της πρέπει να αρχίσει σταδιακά ώστε να γίνει αποδεκτή από το στομάχι (προτείνεται αρχικά η κατανάλωση 1 κουταλιάς του γλυκού καθημερινά για μία εβδομάδα και σταδιακή αύξηση μέχρι την 1 κουταλιά της σούπας).
Η γύρη καταναλώνεται αυτούσια ή ανακατεμένη σε μέλι.
Συνιστάται η κατανάλωση της γύρης ως διατροφικό συμπλήρωμα να γίνεται 1 ώρα πριν το φαγητό, ενώ αν δεν τίθεται θέμα βάρους μπορεί να καταναλωθεί κατά την διάρκεια του γεύματος ή και μετά.
Βοηθάει την πέψη των τροφών, αφού καίει τις θερμίδες των άλλων τροφών, μετατρέποντας τες σε ενέργεια.
Τρόπος αποθήκευσης/συντήρησης:
Η νωπή γύρη διατηρεί αναλλοίωτα όλα τα πολύτιμα συστατικά της μόνο στην κατάψυξη (τα βάζα δε σπάνε στην κατάψυξη) όπου μπορεί να καταναλωθεί και ύστερα από ένα χρόνο.
Η ημιαποξηραμένη νωπή γύρη (που συντηρείται στο ψυγείο) μπορεί να καταναλωθεί εντός των 6 μηνών από την συλλογή της χωρίς να χάσει κανένα από τα θρεπτικά συστατικά της.
Ωστόσο, μπορεί να καταναλωθεί άφοβα και μετά από αυτό το διάστημα , αν και θα είναι μειωμένης βιολογικής αξίας λόγω της απουσίας των ενζύμων καθώς και άλλων πολύτιμων συστατικών.
Σημείωση: Η φρέσκια γύρη με τον καιρό, και για όσο χρονικό διάστημα είναι εκτός κατάψυξης, συμπεριφέρεται όπως κάθε τρόφιμο που είναι "ζωντανό". Σταδιακά ξεκινάει η οξυγαλακτική ζύμωση της κατά την διάρκεια της οποίας "χάνει" τα σάκχαρα της με αποτέλεσμα να εμφανίζεται λίγο πιο ξινή (όπως ακριβώς συμβαίνει και με το γιαούρτι ή το κεφίρ) αλλά ενισχύεται η παραγωγή των φυσικών, αντιβιοτικών ουσιών που περιέχει!
100% βιολογικό προϊόν προέλευσης Ευβοίας, Μάνης και Φθιώτιδος.